- περιπόθητος
- η , ο [ος , ον ] долгожданный, желанный, любимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπόθητος — much beloved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] … Dictionary of Greek
περιπόθητος — η, ο ο εξαιρετικά ποθητός, αγαπητός, επιθυμητός: Βλέπει τα περιπόθητα βουνά της γλυκιάς πατρίδας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιποθήτω — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut nom/voc/acc dual περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητον — περιπόθητος much beloved masc/fem acc sg περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθητότερος — περιπόθητος much beloved masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτοις — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτου — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτους — περιπόθητος much beloved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτῳ — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητα — περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)